- φθογγῇ
- φθογγάζομαιfut ind mp 2nd sg (doric)φθογγήvoicefem dat sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
φθογγή — voice fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθογγή — ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. ο ήχος τής ανθρώπινης, κυρίως, φωνής 2. (κατ επέκτ.) η ανθρώπινη φωνή 2. ο ήχος που εκβάλλουν τα ζώα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φθόγγ τής ετεροιωμένης βαθμίδας τού ρ. φθέγγομαι + κατάλ. ή (πρβλ. τροφ ή)] … Dictionary of Greek
φθογγαῖς — φθογγή voice fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθογγαί — φθογγή voice fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθογγῆς — φθογγή voice fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθογγήν — φθογγή voice fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φθογγά — φθογγά̱ , φθογγή voice fem nom/voc/acc dual φθογγά̱ , φθογγή voice fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Zunge, die — Die Zunge, plur. die n, Diminut. das Zünglein, das bewegliche Stück Fleisch im Munde, welches das vornehmste Werkzeug des Geschmackes und der Sprache ist. 1. Eigentlich; besonders in Rücksicht auf die Sprache. Eine schwere, stammelnde, geläufige … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
άφθογγος — ἄφθογγος, ον (Α) 1. άφωνος, άλαλος 2. άφατος, άρρητος 3. «ἄφθογγος ἄγγελος» ο πυρσός, η δάδα 4. «ἄφθογγα γράμματα» τα άηχα, τα άφωνα γράμματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + φθογγος < φθόγγος, φθογγή (πρβλ. βαρύφθογγος, εύφθογγος, καλλίφθογγος] … Dictionary of Greek
μελίφθογγος — η, ο (Α μελίφθογγος, ον) αυτός που έχει γλυκιά φωνή, γλυκύφωνος («μελίφθογγοι δ επιτρέψοντι Μοῑσαι», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + φθογγος (< φθόγγος ή φθογγή), πρβλ. καλλί φθογγος, λαθί φθογγος)] … Dictionary of Greek